ρουφήχτρα

ρουφήχτρα
η
δίνη νερού: Μην κολυμπάς κοντά στο βράχο αυτόν, γιατί υπάρχει μια ρουφήχτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρουφήχτρα — η, Ν 1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας 2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα τρα (πρβλ. τσούχ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

  • βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • ποντοχάρυβδις — ύβδεως, ιων. γεν. ύβδιος, ἡ, Α (κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστρο χάρυβδις, μεθυσο χάρυβδις)] …   Dictionary of Greek

  • ρούφουλας — ο, Ν 1. ανεμοστρόβιλος, δίνη ανέμου 2. δίνη νερού, ρουφήχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ + επιτατική κατάλ. ουλας (πρβλ. δράκ ουλας)] …   Dictionary of Greek

  • υδροστρόβιλος — Μηχανή που μετασχηματίζει την κινητική ενέργεια της μάζας του νερού σε μηχανική ενέργεια. Βλ. λ. στρόβιλος. * * * ο, Ν 1. τεχνολ. στρεφόμενη υδροδυναμική μηχανή που μετατρέπει τη δυναμική ή κινητική ενέργεια τών υδατοπτώσεων ή τής ροής τών… …   Dictionary of Greek

  • Λοφότεν — (Lofoten). Νησιωτικό σύμπλεγμα (1.227 τ. χλμ.) της Νορβηγίας, στον Ατλαντικό ωκεανό (Νορβηγική θάλασσα). Βρίσκεται ανοιχτά από τις βορειοδυτικές ακτές της χώρας και ΝΔ των νησιών Βεστερόλεν, μεταξύ 67° και 68° βόρειου πλάτους και 11° και 15°… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”